ἰοβόλος — ἰ̱οβόλος , ἰοβόλος shooting arrows masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιοβόλος — α, ο 1. αυτός που χύνει δηλητήριο, φαρμακερός: Ο σκορπιός είναι ιοβόλο ζώο. 2. μτφ., συκοφάντης, μοχθηρός: Ιοβόλα ψυχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιοβολώ — (I) ἰοβολῶ, έω (Α) [ιοβόλος (Ι)] ρίχνω βέλη, τοξεύω. (II) ἰοβολῶ, έω (Μ) [ιοβόλος (II)] χύνω δηλητήριο («μυγαλαῑ ἰοβολοῡσαι», Γεωπ.) … Dictionary of Greek
ιός — Νησί (108 τ. χλμ., 1.838 κάτ.) των Κυκλάδων, η Φοινίκη των αρχαίων Ελλήνων. Βρίσκεται στα Β της Σαντορίνης, μεταξύ Σαντορίνης, Αμοργού, Πάρου και Σίκινου. Έχει μήκος περίπου 18 χλμ. και μέσο πλάτος 7 χλμ. Οι ακτές του καλύπτουν 27 χλμ. Πρωτεύουσα … Dictionary of Greek
ἰοβολώτατα — ἰ̱οβολώτατα , ἰοβόλος shooting arrows adverbial superl ἰ̱οβολώτατα , ἰοβόλος shooting arrows neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰοβόλον — ἰ̱οβόλον , ἰοβόλος shooting arrows masc/fem acc sg ἰ̱οβόλον , ἰοβόλος shooting arrows neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανιοβόλος — ο μη δηλητηριώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. αν + ιοβόλος «δηλητηριώδης». Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη] … Dictionary of Greek
διψάς — διψάς, η (Α) 1. διψασμένη («διψὰς γαῑα») 2. φρ. «διψὰς πόρνη» πόρνη διψασμένη για άντρα 3. ως ουσ. α) ιοβόλος όφις που το δήγμα του προκαλεί αφόρητη δίψα β) είδος αγκαθιού … Dictionary of Greek
ιοβολία — ἰοβολία, ἡ (Α) [ιοβόλος (II)] η έκχυση δηλητηρίου, ιού … Dictionary of Greek
φαρμακερός — ή, ό, Ν 1. αυτός που περιέχει φαρμάκι («έχει νερά φαρμακερά», Ερωτόκρ.) 2. ιοβόλος, δηλητηριώδης 3. μτφ. α) (για πράγμ.) αυτός που προξενεί ψυχικό πόνο, ο ιδιαίτερα πικρός ή δηκτικός («φαρμακερά λόγια») β) (για το κρύο) δριμύς, διαπεραστικός γ)… … Dictionary of Greek